υπερεκτιμημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερεκτιμημένος | η | υπερεκτιμημένη | το | υπερεκτιμημένο |
| γενική | του | υπερεκτιμημένου | της | υπερεκτιμημένης | του | υπερεκτιμημένου |
| αιτιατική | τον | υπερεκτιμημένο | την | υπερεκτιμημένη | το | υπερεκτιμημένο |
| κλητική | υπερεκτιμημένε | υπερεκτιμημένη | υπερεκτιμημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερεκτιμημένοι | οι | υπερεκτιμημένες | τα | υπερεκτιμημένα |
| γενική | των | υπερεκτιμημένων | των | υπερεκτιμημένων | των | υπερεκτιμημένων |
| αιτιατική | τους | υπερεκτιμημένους | τις | υπερεκτιμημένες | τα | υπερεκτιμημένα |
| κλητική | υπερεκτιμημένοι | υπερεκτιμημένες | υπερεκτιμημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
υπερεκτιμημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.