υπερυψώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερυψώνομαι | υπερυψωνόμουν(α) | θα υπερυψώνομαι | να υπερυψώνομαι | ||
| β' ενικ. | υπερυψώνεσαι | υπερυψωνόσουν(α) | θα υπερυψώνεσαι | να υπερυψώνεσαι | (υπερυψώνου) | |
| γ' ενικ. | υπερυψώνεται | υπερυψωνόταν(ε) | θα υπερυψώνεται | να υπερυψώνεται | ||
| α' πληθ. | υπερυψωνόμαστε | υπερυψωνόμαστε υπερυψωνόμασταν |
θα υπερυψωνόμαστε | να υπερυψωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | υπερυψώνεστε | υπερυψωνόσαστε υπερυψωνόσασταν |
θα υπερυψώνεστε | να υπερυψώνεστε | (υπερυψώνεστε) | |
| γ' πληθ. | υπερυψώνονται | υπερυψώνονταν υπερυψωνόντουσαν |
θα υπερυψώνονται | να υπερυψώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερυψώθηκα | θα υπερυψωθώ | να υπερυψωθώ | υπερυψωθεί | ||
| β' ενικ. | υπερυψώθηκες | θα υπερυψωθείς | να υπερυψωθείς | υπερυψώσου | ||
| γ' ενικ. | υπερυψώθηκε | θα υπερυψωθεί | να υπερυψωθεί | |||
| α' πληθ. | υπερυψωθήκαμε | θα υπερυψωθούμε | να υπερυψωθούμε | |||
| β' πληθ. | υπερυψωθήκατε | θα υπερυψωθείτε | να υπερυψωθείτε | υπερυψωθείτε | ||
| γ' πληθ. | υπερυψώθηκαν υπερυψωθήκαν(ε) |
θα υπερυψωθούν(ε) | να υπερυψωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υπερυψωθεί | είχα υπερυψωθεί | θα έχω υπερυψωθεί | να έχω υπερυψωθεί | υπερυψωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις υπερυψωθεί | είχες υπερυψωθεί | θα έχεις υπερυψωθεί | να έχεις υπερυψωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερυψωθεί | είχε υπερυψωθεί | θα έχει υπερυψωθεί | να έχει υπερυψωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερυψωθεί | είχαμε υπερυψωθεί | θα έχουμε υπερυψωθεί | να έχουμε υπερυψωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερυψωθεί | είχατε υπερυψωθεί | θα έχετε υπερυψωθεί | να έχετε υπερυψωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερυψωθεί | είχαν υπερυψωθεί | θα έχουν υπερυψωθεί | να έχουν υπερυψωθεί | ||
Μεταφράσεις
υπερυψώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.