υπερσιτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερσιτισμός οι υπερσιτισμοί
      γενική του υπερσιτισμού των υπερσιτισμών
    αιτιατική τον υπερσιτισμό τους υπερσιτισμούς
     κλητική υπερσιτισμέ υπερσιτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερσιτισμός < υπερσιτίζω + -μός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική suralimentation[1])

Ουσιαστικό

υπερσιτισμός αρσενικό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

  1. υπερσιτισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.