υποσιτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υποσιτισμός | οι | υποσιτισμοί |
| γενική | του | υποσιτισμού | των | υποσιτισμών |
| αιτιατική | τον | υποσιτισμό | τους | υποσιτισμούς |
| κλητική | υποσιτισμέ | υποσιτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποσιτισμός < (υποσιτίζω) υποσιτισ- + -μός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sous-alimentation ή από την αγγλική undernourishment [1] Μορφολογικά, αναλύεται σε υπο- + σιτισμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.po.si.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐σι‐τι‐σμός
Ουσιαστικό
υποσιτισμός αρσενικό
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
υποσιτισμός
|
Αναφορές
- υποσιτισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.