υπερσιτίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπερσιτίζω < ελληνιστική κοινή ὑπερσῑτίζω < αρχαία ελληνική ὑπέρ + σῖτος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- υπερσίτιση
- υπερσιτισμένος
- υπερσιτισμός
- υπερσιτιστικός
- → δείτε τις λέξεις υπέρ και σίτος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερσιτίζω | υπερσίτιζα | θα υπερσιτίζω | να υπερσιτίζω | υπερσιτίζοντας | |
| β' ενικ. | υπερσιτίζεις | υπερσίτιζες | θα υπερσιτίζεις | να υπερσιτίζεις | υπερσίτιζε | |
| γ' ενικ. | υπερσιτίζει | υπερσίτιζε | θα υπερσιτίζει | να υπερσιτίζει | ||
| α' πληθ. | υπερσιτίζουμε | υπερσιτίζαμε | θα υπερσιτίζουμε | να υπερσιτίζουμε | ||
| β' πληθ. | υπερσιτίζετε | υπερσιτίζατε | θα υπερσιτίζετε | να υπερσιτίζετε | υπερσιτίζετε | |
| γ' πληθ. | υπερσιτίζουν(ε) | υπερσίτιζαν υπερσιτίζαν(ε) |
θα υπερσιτίζουν(ε) | να υπερσιτίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερσίτισα | θα υπερσιτίσω | να υπερσιτίσω | υπερσιτίσει | ||
| β' ενικ. | υπερσίτισες | θα υπερσιτίσεις | να υπερσιτίσεις | υπερσίτισε | ||
| γ' ενικ. | υπερσίτισε | θα υπερσιτίσει | να υπερσιτίσει | |||
| α' πληθ. | υπερσιτίσαμε | θα υπερσιτίσουμε | να υπερσιτίσουμε | |||
| β' πληθ. | υπερσιτίσατε | θα υπερσιτίσετε | να υπερσιτίσετε | υπερσιτίστε | ||
| γ' πληθ. | υπερσίτισαν υπερσιτίσαν(ε) |
θα υπερσιτίσουν(ε) | να υπερσιτίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπερσιτίσει | είχα υπερσιτίσει | θα έχω υπερσιτίσει | να έχω υπερσιτίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπερσιτίσει | είχες υπερσιτίσει | θα έχεις υπερσιτίσει | να έχεις υπερσιτίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερσιτίσει | είχε υπερσιτίσει | θα έχει υπερσιτίσει | να έχει υπερσιτίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερσιτίσει | είχαμε υπερσιτίσει | θα έχουμε υπερσιτίσει | να έχουμε υπερσιτίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερσιτίσει | είχατε υπερσιτίσει | θα έχετε υπερσιτίσει | να έχετε υπερσιτίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερσιτίσει | είχαν υπερσιτίσει | θα έχουν υπερσιτίσει | να έχουν υπερσιτίσει |
| |
Μεταφράσεις
υπερσιτίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.