πολυτροφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολυτροφία | οι | πολυτροφίες |
| γενική | της | πολυτροφίας | των | πολυτροφιών |
| αιτιατική | την | πολυτροφία | τις | πολυτροφίες |
| κλητική | πολυτροφία | πολυτροφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυτροφία < ελληνιστική κοινή πολυτροφία < αρχαία ελληνική πολύς + τροφή
Ουσιαστικό
πολυτροφία θηλυκό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
πολυτροφία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.