σουρεαλιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σουρεαλιστής | οι | σουρεαλιστές |
| γενική | του | σουρεαλιστή | των | σουρεαλιστών |
| αιτιατική | τον | σουρεαλιστή | τους | σουρεαλιστές |
| κλητική | σουρεαλιστή | σουρεαλιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σουρεαλιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική surréaliste[1]
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σουρεαλισμός
Μεταφράσεις
σουρεαλιστής
|
→ δείτε τη λέξη υπερρεαλισμός |
- σουρεαλιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.