υπερρεαλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερρεαλιστικός | η | υπερρεαλιστική | το | υπερρεαλιστικό |
| γενική | του | υπερρεαλιστικού | της | υπερρεαλιστικής | του | υπερρεαλιστικού |
| αιτιατική | τον | υπερρεαλιστικό | την | υπερρεαλιστική | το | υπερρεαλιστικό |
| κλητική | υπερρεαλιστικέ | υπερρεαλιστική | υπερρεαλιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερρεαλιστικοί | οι | υπερρεαλιστικές | τα | υπερρεαλιστικά |
| γενική | των | υπερρεαλιστικών | των | υπερρεαλιστικών | των | υπερρεαλιστικών |
| αιτιατική | τους | υπερρεαλιστικούς | τις | υπερρεαλιστικές | τα | υπερρεαλιστικά |
| κλητική | υπερρεαλιστικοί | υπερρεαλιστικές | υπερρεαλιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερρεαλιστικός < υπερρεαλισμός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη υπερρεαλισμός
Μεταφράσεις
υπερρεαλιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.