υπερπροστατευτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερπροστατευτισμός οι υπερπροστατευτισμοί
      γενική του υπερπροστατευτισμού των υπερπροστατευτισμών
    αιτιατική τον υπερπροστατευτισμό τους υπερπροστατευτισμούς
     κλητική υπερπροστατευτισμέ υπερπροστατευτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερπροστατευτισμός < από το ρήμα υπερπροστατεύω

Ουσιαστικό

υπερπροστατευτισμός αρσενικό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.