υπεραισθητός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπεραισθητός | η | υπεραισθητή | το | υπεραισθητό |
| γενική | του | υπεραισθητού | της | υπεραισθητής | του | υπεραισθητού |
| αιτιατική | τον | υπεραισθητό | την | υπεραισθητή | το | υπεραισθητό |
| κλητική | υπεραισθητέ | υπεραισθητή | υπεραισθητό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπεραισθητοί | οι | υπεραισθητές | τα | υπεραισθητά |
| γενική | των | υπεραισθητών | των | υπεραισθητών | των | υπεραισθητών |
| αιτιατική | τους | υπεραισθητούς | τις | υπεραισθητές | τα | υπεραισθητά |
| κλητική | υπεραισθητοί | υπεραισθητές | υπεραισθητά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπεραισθητός < υπερ- + αισθητός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική suprasensible
Επίθετο
υπεραισθητός -ή, -ό
- (λόγιο) που είναι πέρα από τη δυνατότητα αντίληψης των αισθήσεων, που βρίσκεται στη σφαίρα του μη κατανοητού από τις αισθήσεις
- υπεραισθητό (ουσιαστικοποιημένο επίθετο)
Μεταφράσεις
Πηγές
υπεραισθητός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.