υπεραισθητό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το υπεραισθητό
      γενική του υπεραισθητού
    αιτιατική το υπεραισθητό
     κλητική υπεραισθητό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπεραισθητό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υπεραισθητός

Ουσιαστικό

υπεραισθητό ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

υπεραισθητό

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του υπεραισθητός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του υπεραισθητός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.