υπεξαίρεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπεξαίρεση οι υπεξαιρέσεις
      γενική της υπεξαίρεσης* των υπεξαιρέσεων
    αιτιατική την υπεξαίρεση τις υπεξαιρέσεις
     κλητική υπεξαίρεση υπεξαιρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπεξαιρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπεξαίρεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπεξαίρε(σις) + -ση < ὑπεξαιρέω (αφαιρώ χρήματα κρυφά) <  δείτε τη λέξη αἱρέω. Μορφολογικά αναλύεται σε υπ- + εξαίρεση.

Προφορά

ΔΦΑ : /i.peˈkse.ɾe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπεξαίρεση

Ουσιαστικό

υπεξαίρεση θηλυκό

Εκφράσεις

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις υπεξαιρώ, εξαιρώ και αίρεση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.