υπεξαίρεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπεξαίρεση | οι | υπεξαιρέσεις |
| γενική | της | υπεξαίρεσης* | των | υπεξαιρέσεων |
| αιτιατική | την | υπεξαίρεση | τις | υπεξαιρέσεις |
| κλητική | υπεξαίρεση | υπεξαιρέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υπεξαιρέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπεξαίρεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπεξαίρε(σις) + -ση < ὑπεξαιρέω (αφαιρώ χρήματα κρυφά) < → δείτε τη λέξη αἱρέω. Μορφολογικά αναλύεται σε υπ- + εξαίρεση.
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.peˈkse.ɾe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πε‐ξαί‐ρε‐ση
Ουσιαστικό
υπεξαίρεση θηλυκό
- (νομικός όρος) το να ιδιοποιείται κανείς παράνομα κάτι που του έχουν αναθέσει να το προσέχει ή να το φυλάγει
Εκφράσεις
- επί υπεξαιρέσει (λόγιο)
Μεταφράσεις
υπεξαίρεση
|
Πηγές
- υπεξαίρεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υπεξαίρεση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.