επί υπεξαιρέσει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επί υπεξαιρέσει < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπὶ ὑπεξαιρέσει  δείτε επί & δοτική ενικού υπεξαιρέσει του ὑπεξαίρεσις (δεν σχηματίστηκε το αναμενόμενο ἐφ' ὑπεξαίρεσει παρά την δασεία, ένδειξη μεταγενέστερης δημιουργίας)

Προφορά

ΔΦΑ : /epi‿ipekseˈɾesi/

Έκφραση

επί υπεξαιρέσει + γενική (κάποιου πράγματος)

  • (λόγιο, νομικός όρος, για κατηγορία) εξαιτίας υπεξαίρεσης· στην φράση: κατηγορείται επί υπεξαιρέσει
      Τὸ σκάνδαλον ἦτο μέγα, ἀνήκουστον. Ὁ Α… κατηγορεῖτο ἐπὶ ὑπεξαιρέσει χρημάτων τοῦ Δημοσίου! (Παναγιώτης Αξιώτης, Κίρκη)
      Στο Μέγα Λεξικόν: [1]ὁ ταμίας κατηγορεῖται ἐπὶ ὑπεξαιρέσει

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. υπεξαίρεση, 2)ἡ ἐνέργεια τοῦ ὑπεξαιρῶ σελ.7401α -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.