υπεξαιρέτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπεξαιρέτης οι υπεξαιρέτες
      γενική του υπεξαιρέτη των υπεξαιρετών
    αιτιατική τον υπεξαιρέτη τους υπεξαιρέτες
     κλητική υπεξαιρέτη υπεξαιρέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπεξαιρέτης, (μαρτυρείται από το 1840) (καθαρεύουσα) ὑπεξαιρέτης < αρχαία ελληνική ὑπεξαιρέω (υπεξαιρώ) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.pe.kseˈɾe.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπεξαιρέτης

Ουσιαστικό

υπεξαιρέτης αρσενικό

  • αυτός που υπεξαιρεί
      Ποιος είναι τελικά ο ήρωας του Αρλτ; (...) Ημιπαράνομος, υπεξαιρέτης και υποψήφιος δολοφόνος ή μάρτυρας, αναξιοπαθών φτωχοδιάβολος και εκπεσών άγγελος; Ιδεολόγος επαναστάτης ή εξαγριωμένος φουκαράς, αποκλεισμένος από το σύστημα;
    Ρομπέρτο Αρλτ (Roberto Arlt), από την Περίληψη για το: Οι 7 τρελοί, μετάφραση από τα ισπανικά (Los siete locos, 1929): Δήμητρα Παπαβασιλείου, Εκδ. Ροές, 2008 απόσπασμα@biblionet

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «υπεξαιρώ (& υπεξαιρέτης)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.