ὑπεξαίρεσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὑπεξαίρεσῐς | αἱ | ὑπεξαιρέσεις | ||||
| γενική | τῆς | ὑπεξαιρέσεως | τῶν | ὑπεξαιρέσεων | ||||
| δοτική | τῇ | ὑπεξαιρέσει | ταῖς | ὑπεξαιρέσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | ὑπεξαίρεσῐν | τὰς | ὑπεξαιρέσεις | ||||
| κλητική ὦ! | ὑπεξαίρεσῐ | ὑπεξαιρέσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπεξαιρέσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑπεξαιρεσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ὑπεξαίρεσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὑπεξαιρέ(ω) / ὑπεξαιρῶ (αφαιρώ χρήματα κρυφά) + -σις.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ὑπ- + ἐξαίρεσις < ἐξ- + αἵρεσις.
Ουσιαστικό
ὑπεξαίρεσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- η αφαίρεση μικρού μέρους ή τμήματος
- (κατ’ επέκταση) αφαίρεση
- (ρητορική) η διαπραγμάτευση ενός θέματος ως ιδιαίτερου ή εξαιρετικού και (συνήθως) η προταξή του
- ανασκευή
- υπεξαίρεση
Εκφράσεις
- μεθ' ὑπεξαιρέσεως
- καθ' ὑπεξαίρεσίν (τινος)
Αναφορές
- s.v. υπεξαιρώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ὑπεξαίρεσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.