αἶνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | αἶνος | οἱ | αἶνοι |
| γενική | τοῦ | αἴνου | τῶν | αἴνων |
| δοτική | τῷ | αἴνῳ | τοῖς | αἴνοις |
| αιτιατική | τὸν | αἶνον | τοὺς | αἴνους |
| κλητική ὦ! | αἶνε | αἶνοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἴνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | αἴνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αἶνος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αἶνος, -ου αρσενικό, ιωνικός και ποιητικός τύπος
- μύθος, ιστορία, διήγημα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 508 (508-509)
- «ὦ γέρον, αἶνος μέν τοι ἀμύμων, ὃν κατέλεξας, | οὐδέ τί πω παρὰ μοῖραν ἔπος νηκερδὲς ἔειπες·
- «Άψογη η παραβολή σου, γέροντα, και στη διήγησή σου | τίποτε επιλήψιμο κι ανώφελο δεν είπες.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- «ὦ γέρον, αἶνος μέν τοι ἀμύμων, ὃν κατέλεξας, | οὐδέ τί πω παρὰ μοῖραν ἔπος νηκερδὲς ἔειπες·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 202
- Νῦν δ᾽ αἶνον βασιλεῦσ᾽ ἐρέω φρονέουσι καὶ αὐτοῖς·
- Μα τώρα μύθο εγώ θα πω στους βασιλείς σοφοί κι ας είναι οι ίδιοι.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Νῦν δ᾽ αἶνον βασιλεῦσ᾽ ἐρέω φρονέουσι καὶ αὐτοῖς·
- ≈ συνώνυμα: μῦθος, ἔπος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 508 (508-509)
- γρίφος, αίνιγμα
- (γενικότερα) ρήση, παροιμία
- έπαινος, εξύμνηση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 707 (707-710)
- ἄλλον δ᾽ αἶνον ἔχω μα- | τροπόλει τᾷδε κράτιστον, | δῶρον τοῦ μεγάλου δαίμονος, εἰπεῖν, | ‹˘ ˘› αὔχημα μέγιστον,
- Έχω ένα ακόμη έπαινο να πω | πιο δυνατό γι᾽ αυτή την πόλη, τη μητρόπολή μας, | δώρο θεού μεγάλου, δικό τους και δικό μου | καύχημα:
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ≈ συνώνυμα: αἴνη, ἔπαινος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 707 (707-710)
- διάταγμα, απόφαση
Συγγενικά
- αἴνεσις
- αἰνέτης
- αἰνετός
- αἰνετέον
- αἴνιγμα
- αἰνιγμός
- αἰνίζομαι
- αἰνίσσομαι
- αἰνίζω
- Αἶνος
- αἰνοποιέω
→ και δείτε τη λέξη αἰνέω
Πηγές
- αἶνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἶνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.