υπαινικτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπαινικτικός | η | υπαινικτική | το | υπαινικτικό |
| γενική | του | υπαινικτικού | της | υπαινικτικής | του | υπαινικτικού |
| αιτιατική | τον | υπαινικτικό | την | υπαινικτική | το | υπαινικτικό |
| κλητική | υπαινικτικέ | υπαινικτική | υπαινικτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπαινικτικοί | οι | υπαινικτικές | τα | υπαινικτικά |
| γενική | των | υπαινικτικών | των | υπαινικτικών | των | υπαινικτικών |
| αιτιατική | τους | υπαινικτικούς | τις | υπαινικτικές | τα | υπαινικτικά |
| κλητική | υπαινικτικοί | υπαινικτικές | υπαινικτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπαινικτικός < υπαινίσσομαι
Μεταφράσεις
υπαινικτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.