υιικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υιικός | η | υιική | το | υιικό |
| γενική | του | υιικού | της | υιικής | του | υιικού |
| αιτιατική | τον | υιικό | την | υιική | το | υιικό |
| κλητική | υιικέ | υιική | υιικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υιικοί | οι | υιικές | τα | υιικά |
| γενική | των | υιικών | των | υιικών | των | υιικών |
| αιτιατική | τους | υιικούς | τις | υιικές | τα | υιικά |
| κλητική | υιικοί | υιικές | υιικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.i.kos/
Μεταφράσεις
υιικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.