υδροφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδροφόρος η υδροφόρος
& υδροφόρα
το υδροφόρο
      γενική του υδροφόρου της υδροφόρου
& υδροφόρας
του υδροφόρου
    αιτιατική τον υδροφόρο την υδροφόρο
& υδροφόρα
το υδροφόρο
     κλητική υδροφόρε υδροφόρε
& υδροφόρα
υδροφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδροφόροι οι υδροφόροι
& υδροφόρες
τα υδροφόρα
      γενική των υδροφόρων των υδροφόρων των υδροφόρων
    αιτιατική τους υδροφόρους τις υδροφόρους
& υδροφόρες
τα υδροφόρα
     κλητική υδροφόροι υδροφόροι
& υδροφόρες
υδροφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υδροφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑδροφόρος (που κουβαλάει νερό, αρχικά, ως ουσιαστικό) < αρχαία ελληνική ὕδωρ, ὑδρο- (υδρο-) + -φόρος (< φέρω)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ðɾoˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υδροφόρος

Επίθετο

υδροφόρος, -ος / -α, -ο

  1. που μεταφέρει νερό
  2. που περιέχει νερό

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ύδωρ και φέρω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.