ὑδροφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ὑδροφόρος, αρχικά ως ουσιαστικό < Συμπληρώστε μία έως και τέσσερις λέξεις < φέρω
Επίθετο
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὑδροφόρος | τὸ | ὑδροφόρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὑδροφόρου | τοῦ | ὑδροφόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὑδροφόρῳ | τῷ | ὑδροφόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὑδροφόρον | τὸ | ὑδροφόρον | ||
| κλητική ὦ! | ὑδροφόρε | ὑδροφόρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ὑδροφόροι | τὰ | ὑδροφόρᾰ | ||
| γενική | τῶν | ὑδροφόρων | τῶν | ὑδροφόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ὑδροφόροις | τοῖς | ὑδροφόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὑδροφόρους | τὰ | ὑδροφόρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ὑδροφόροι | ὑδροφόρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑδροφόρω | τὼ | ὑδροφόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑδροφόροιν | τοῖν | ὑδροφόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
ὑδροφόρος, -ος, -ον
- (ελληνιστική σημασία , ως επίθετο) που μεταφέρει νερό
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὑδροφόρος | οἱ/αἱ | ὑδροφόροι |
| γενική | τοῦ/τῆς | ὑδροφόρου | τῶν | ὑδροφόρων |
| δοτική | τῷ/τῇ | ὑδροφόρῳ | τοῖς/ταῖς | ὑδροφόροις |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὑδροφόρον | τοὺς/τὰς | ὑδροφόρους |
| κλητική ὦ! | ὑδροφόρε | ὑδροφόροι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑδροφόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑδροφόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «ἵππος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
ὑδροφόρος αρσενικό ή θηλυκό
- (αρχικά, ως ουσιαστικό) μεταφορέας νερού
- ↪ Ὑδροφόροι (τίτλος τραγωδιών του Αισχύλου και του Σοφοκλή)
Συγγενικά
- ὑδροφορέω
- ὑδροφόρησις
- ὑδροφορία
- ὑδροφόρια
- ὑδροφορικός
Πηγές
- ὑδροφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑδροφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.