υάκινθος

Νέα ελληνικά (el)

Υάκινθος ο ανατολικός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υάκινθος οι υάκινθοι
      γενική του υάκινθου
& υακίνθου
των υάκινθων
& υακίνθων
    αιτιατική τον υάκινθο τους υάκινθους
& υακίνθους
     κλητική υάκινθε υάκινθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υάκινθος < αρχαία ελληνική ὑάκινθος < προελληνική

Ουσιαστικό

υάκινθος αρσενικό

  1. (λουλούδι, φυτό) βολβώδες μονοκοτυλήδονο καλλωπιστικό φυτό της οικογένειας των λιλιδών. Έχει λεπτά μακρόστενα φύλλα κι ευωδιαστά άνθη.
  2. η πορτοκαλέρυθρη διαφανής παραλλαγή του ορυκτού ζιρκόνιου

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.