ὑάκινθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὑάκινθος | οἱ/αἱ | ὑάκινθοι |
| γενική | τοῦ/τῆς | ὑακίνθου | τῶν | ὑακίνθων |
| δοτική | τῷ/τῇ | ὑακίνθῳ | τοῖς/ταῖς | ὑακίνθοις |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὑάκινθον | τοὺς/τὰς | ὑακίνθους |
| κλητική ὦ! | ὑάκινθε | ὑάκινθοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑακίνθω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑακίνθοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὑάκινθος < ϝάκινθος, πιθανόν μεσογειακό δάνειο, παράλληλο προς τη αντίστοιχη λατινική vaccinium [1] (Vaccinium myrtillus, μύρτιλλος) προελληνική ς προέλευσης [2]
Κύριο όνομα
ὑάκινθος αρσενικό ή θηλυκό
- (λουλούδι στον Όμηρο) λουλούδι εντελώς διαφορετικό από τον υάκινθο, που φύτρωσε από το αίμα του Αίαντα του Τελαμώνιου με πέταλα που είχαν γραμμένα αρχικά του ονόματός του ΑΙ ή ΥΑ
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 348†, στίχοι346-349
- Ἦ ῥα, καὶ ἀγκὰς ἔμαρπτε Κρόνου παῖς ἣν παράκοιτιν·
τοῖσι δ᾽ ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην,
λωτόν θ’ ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον ἠδ’ ὑάκινθον
πυκνὸν καὶ μαλακόν, ὃς ἀπὸ χθονὸς ὑψόσ’ ἔεργε.- Είπε και την ομόκλινην αγκάλιασε ο Κρονίδης.
Και η θεία γη τούς έβγαλε χλωρό χορτάρι νέο,
κρόκον, τριφύλλι τρυφερό και φουντωμένα κρίνα,
που τους βαστούσαν μαλακά την γην να μην εγγίζουν
@greek-language.gr Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς
- Είπε και την ομόκλινην αγκάλιασε ο Κρονίδης.
- (λουλούδι) υάκινθος
- (λουλούδι) το φυτό Scilla bifolia
- (λουλούδι) το φυτό Δελφίνιο το αιάντιο (καπουτσίνος), που φύτρωσε από το αίμα του σκοτωμένου Υάκινθου
- (λουλούδι) είδος κρίνου (Lilium martagon)
- (θηλυκό, ορυκτολογία) κυανόχρωμος πολύτιμος λίθος σαν αμέθυστος
- απόχρωση κυανού χρώματος
Συγγενικά
- Ὑακίνθια
- ὑακινθίζω
- ὑακινθινοβαφής
- ὑακίνθινος
- Ὑακίνθιος
- ὑακινθοειδής
- Ὑάκινθος
- Ὑακινθοτρόφια
- ὑακινθώδης
Αναφορές
- υάκινθος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- ὑάκινθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑάκινθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
δείτε και το λήμμα Ὑάκινθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.