ζουμπούλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζουμπούλι τα ζουμπούλια
      γενική του ζουμπουλιού των ζουμπουλιών
    αιτιατική το ζουμπούλι τα ζουμπούλια
     κλητική ζουμπούλι ζουμπούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζουμπούλι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική سنبل (sombol) (τουρκική sümbül) < περσική سنبل (sombol) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /zumˈbu.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζουμπούλι

Ουσιαστικό

ζουμπούλι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.