ζιρκόνιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- ζιρκόνιο <
- για τη χημεία > (λόγιο δάνειο) νεολατινική zirconium < γερμανική Zirkon
- για την ορυκτολογία < (λόγιο δάνειο) γερμανική Zirkon < περσική زرگون (ζαργκούν) (χρυσαφής)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ziɾˈko.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζιρ‐κό‐νι‐ο
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζιρκόνιο | τα | ζιρκόνια |
| γενική | του | ζιρκονίου & ζιρκόνιου |
των | ζιρκονίων |
| αιτιατική | το | ζιρκόνιο | τα | ζιρκόνια |
| κλητική | ζιρκόνιο | ζιρκόνια | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Κόκκινο, ακατέργαστο ζιρκόνιο, υάκινθος.
Ουσιαστικό
ζιρκόνιο ουδέτερο
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 40 και χημικό σύμβολο το Zr
- (ορυκτολογία) πολύτιμος λίθος με τύπο ZrSiO4 και διάφορες αποχρώσεις, που χρησιμοποιείται ως απομίμηση του διαμαντιού
- ↪ Το ζιρκόνιο με πορτοκαλί ή κόκκινο χρώμα λέγεται υάκινθος.
Σύνθετα
- ζιρκονιούχος
- τετραφθοροζιρκόνιο
- τετραχλωροζιρκόνιο
Μεταφράσεις
χημικό στοιχείο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.