γιούλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γιούλι | τα | γιούλια |
| γενική | του | γιουλιού | των | γιουλιών |
| αιτιατική | το | γιούλι | τα | γιούλια |
| κλητική | γιούλι | γιούλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γιούλι < αρχαία ελληνική ἴον + -ούλι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.