γιούλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιούλι τα γιούλια
      γενική του γιουλιού των γιουλιών
    αιτιατική το γιούλι τα γιούλια
     κλητική γιούλι γιούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γιούλι < αρχαία ελληνική ἴον + -ούλι

Ουσιαστικό

γιούλι ουδέτερο

  1. (λουλούδι, φυτό) ο μενεξές
  2. (λουλούδι, φυτό) ο υάκινθος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.