τυχαίο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τυχαίο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τυχαίος
Προφορά
- ΔΦΑ : /tiˈçe.o/
Ουσιαστικό
τυχαίο ουδέτερο
- η εμφάνιση γεγονότων που οφείλονται στην τύχη και όχι σε σκόπιμη ενέργεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.