τυπολάτρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τυπολάτρης οι τυπολάτρες
      γενική του τυπολάτρη των τυπολατρών
    αιτιατική τον τυπολάτρη τους τυπολάτρες
     κλητική τυπολάτρη τυπολάτρες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυπολάτρης < τύπ(ος) + -ο- + -λάτρης

Προφορά

ΔΦΑ : /ti.poˈla.tɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυπολάτρης

Ουσιαστικό

τυπολάτρης αρσενικό (θηλυκό τυπολάτρισσα)

  1. (μειωτικό) αυτός που δίνει υπερβολική σημασία στους τύπους και συνήθως αδιαφορεί για την ουσία
  2. (σε επιθετική χρήση και για αναφορά στο θηλυκό)
     συνώνυμα: σχολαστικός, τυπικούρας (προφορικό), φορμαλιστής

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις τύπος και λατρεύω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.