τυπολάτρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τυπολάτρης | οι | τυπολάτρες |
| γενική | του | τυπολάτρη | των | τυπολατρών |
| αιτιατική | τον | τυπολάτρη | τους | τυπολάτρες |
| κλητική | τυπολάτρη | τυπολάτρες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ti.poˈla.tɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐πο‐λά‐τρης
Ουσιαστικό
τυπολάτρης αρσενικό (θηλυκό τυπολάτρισσα)
- (μειωτικό) αυτός που δίνει υπερβολική σημασία στους τύπους και συνήθως αδιαφορεί για την ουσία
- (σε επιθετική χρήση και για αναφορά στο θηλυκό)
- ≈ συνώνυμα: σχολαστικός, τυπικούρας (προφορικό), φορμαλιστής
Συγγενικά
- τυπολατρία
- τυπολατρικά (επίρρημα)
- τυπολατρικός
- τυπολάτρισσα
Πηγές
- τυπολάτρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τυπολάτρης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.