τυπολάτρισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυπολάτρισσα οι τυπολάτρισσες
      γενική της τυπολάτρισσας των τυπολατρισσών
    αιτιατική την τυπολάτρισσα τις τυπολάτρισσες
     κλητική τυπολάτρισσα τυπολάτρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυπολάτρισσα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τυπολάτρις με προσαρμογή στη δημοτική: τυπολάτρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ti.poˈla.tɾi.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυπολάτρισσα

Ουσιαστικό

τυπολάτρισσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τυπολάτρης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.