τυπολατρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυπολατρία οι τυπολατρίες
      γενική της τυπολατρίας των τυπολατριών
    αιτιατική την τυπολατρία τις τυπολατρίες
     κλητική τυπολατρία τυπολατρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυπολατρία < τυπολάτρης + -ία

Ουσιαστικό

τυπολατρία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.