-λάτρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -λάτρης οι -λάτρες
      γενική του -λάτρη των -λατρών
    αιτιατική τον -λάτρη τους -λάτρες
     κλητική -λάτρη -λάτρες
Διαφορετικά κλίνεται το ουσιαστικό λάτρης.
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-λάτρης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -λάτρις < αρχαία ελληνική λατρεύω (υπηρετώ θεό) < λάτρις < λάτρον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leh₁y (παρέχω, κατέχω) (σε κάποιες περιπτώσεις (μεταφραστικό δάνειο) αγγλικά -later ή γαλλικά -lâtre)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈla.tɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -λάτρης

Επίθημα

-λάτρης αρσενικό (θηλυκό -λάτρισσα)

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -λάτρης στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.