τυπολατρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τυπολατρικός | η | τυπολατρική | το | τυπολατρικό |
| γενική | του | τυπολατρικού | της | τυπολατρικής | του | τυπολατρικού |
| αιτιατική | τον | τυπολατρικό | την | τυπολατρική | το | τυπολατρικό |
| κλητική | τυπολατρικέ | τυπολατρική | τυπολατρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τυπολατρικοί | οι | τυπολατρικές | τα | τυπολατρικά |
| γενική | των | τυπολατρικών | των | τυπολατρικών | των | τυπολατρικών |
| αιτιατική | τους | τυπολατρικούς | τις | τυπολατρικές | τα | τυπολατρικά |
| κλητική | τυπολατρικοί | τυπολατρικές | τυπολατρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τυπολατρικός < τυπολάτρης / τυπολατρία + -ικός
Συγγενικά
- τυπολατρικά
- → δείτε τις λέξεις τυπολάτρης, τύπος και λατρεύω
Μεταφράσεις
τυπολατρικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.