αγρόκτημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγρόκτημα τα αγροκτήματα
      γενική του αγροκτήματος των αγροκτημάτων
    αιτιατική το αγρόκτημα τα αγροκτήματα
     κλητική αγρόκτημα αγροκτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγρόκτημα < αγρ(ός) + -ό- + κτήμα

Ουσιαστικό

αγρόκτημα ουδέτερο

  • ιδιόκτητη καλλιεργήσιμη έκταση, οργανωμένη και εξοπλισμένη κατάλληλα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.