τσιφτές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσιφτές οι τσιφτέδες
      γενική του τσιφτέ των τσιφτέδων
    αιτιατική τον τσιφτέ τους τσιφτέδες
     κλητική τσιφτέ τσιφτέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσιφτές < (άμεσο δάνειο) τουρκική çift

Ουσιαστικό

τσιφτές αρσενικό

  1. κρητικά (οπλισμός) δίκαννο κυνηγετικό όπλο
  2. κυπριακά (νόμισμα) παλιό κέρμα της Κύπρου (διπλοσέλινο)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.