τσιφτές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τσιφτές | οι | τσιφτέδες |
| γενική | του | τσιφτέ | των | τσιφτέδων |
| αιτιατική | τον | τσιφτέ | τους | τσιφτέδες |
| κλητική | τσιφτέ | τσιφτέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσιφτές < (άμεσο δάνειο) τουρκική çift
Ουσιαστικό
τσιφτές αρσενικό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.