φάρμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φάρμα | οι | φάρμες |
| γενική | της | φάρμας | — | |
| αιτιατική | τη | φάρμα | τις | φάρμες |
| κλητική | φάρμα | φάρμες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φάρμα < (άμεσο δάνειο) αγγλική farm
Μεταφράσεις
φάρμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.