τσιφτετέλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσιφτετέλι | τα | τσιφτετέλια |
| γενική | του | τσιφτετελιού | των | τσιφτετελιών |
| αιτιατική | το | τσιφτετέλι | τα | τσιφτετέλια |
| κλητική | τσιφτετέλι | τσιφτετέλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσιφτετέλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çiftetelli < çift (ζευγάρι) (< περσική جفت (joft: ζευγάρι)) + telli (< tel + -li < οθωμανικά τουρκικά تل (tel: νήμα) < αρμενική թել (tʿel: νήμα) < παλαιά αρμενική թել (tʿel: νήμα))
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡si.fteˈte.li/
Ουσιαστικό
τσιφτετέλι ουδέτερο
- τσιφτεντέλι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.