τσιμενταρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τσιμενταρισμένος | η | τσιμενταρισμένη | το | τσιμενταρισμένο |
| γενική | του | τσιμενταρισμένου | της | τσιμενταρισμένης | του | τσιμενταρισμένου |
| αιτιατική | τον | τσιμενταρισμένο | την | τσιμενταρισμένη | το | τσιμενταρισμένο |
| κλητική | τσιμενταρισμένε | τσιμενταρισμένη | τσιμενταρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τσιμενταρισμένοι | οι | τσιμενταρισμένες | τα | τσιμενταρισμένα |
| γενική | των | τσιμενταρισμένων | των | τσιμενταρισμένων | των | τσιμενταρισμένων |
| αιτιατική | τους | τσιμενταρισμένους | τις | τσιμενταρισμένες | τα | τσιμενταρισμένα |
| κλητική | τσιμενταρισμένοι | τσιμενταρισμένες | τσιμενταρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τσιμενταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τσιμεντάρω
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡si.men.da.ɾiˈsme.nos/
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
τσιμενταρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.