τσατίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡saˈti.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐τί‐ζο‐μαι
Ρήμα
τσατίζομαι, π.αόρ.: τσατίστηκα, μτχ.π.π.: τσατισμένος, (ενεργ.: τσατίζω)
- παθητική φωνή του ρήματος τσατίζω → δείτε και την κλίση
- ↪ σιγά τώρα, μην τσατίζεσαι με τέτοια πράγματα!
- άλλες μορφές: τσαντίζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.