εκνευρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.kneˈvɾi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κνευ‐ρί‐ζο‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : εκ‐νευ‐ρί‐ζο‐με
Ρήμα
εκνευρίζομαι, π.αόρ.: εκνευρίστηκα, μτχ.π.π.: εκνευρισμένος, (ενεργ.: εκνευρίζω)
Κλίση
→ δείτε την κλίση στο εκνευρίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.