chacal
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- chacal < ciacale < περσική μέσω πολλών άλλων γλωσσών (αγγλικής, τουρκικής, κ.α.)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʃa.kal/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| chacal | chacals |
chacal (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το τσακάλι
- (μεταφορικά) o άπληστος και ωμός άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τις νίκες άλλων και ξεσπάει στους νικημένους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.