chacal

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

chacal < ciacale < περσική μέσω πολλών άλλων γλωσσών (αγγλικής, τουρκικής, κ.α.)

Προφορά

ΔΦΑ : /ʃa.kal/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
chacal chacals

chacal (fr) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) το τσακάλι
  2. (μεταφορικά) o άπληστος και ωμός άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τις νίκες άλλων και ξεσπάει στους νικημένους
     συνώνυμα: charognard, vautour
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.