πανέξυπνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πανέξυπνος | η | πανέξυπνη | το | πανέξυπνο |
| γενική | του | πανέξυπνου | της | πανέξυπνης | του | πανέξυπνου |
| αιτιατική | τον | πανέξυπνο | την | πανέξυπνη | το | πανέξυπνο |
| κλητική | πανέξυπνε | πανέξυπνη | πανέξυπνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πανέξυπνοι | οι | πανέξυπνες | τα | πανέξυπνα |
| γενική | των | πανέξυπνων | των | πανέξυπνων | των | πανέξυπνων |
| αιτιατική | τους | πανέξυπνους | τις | πανέξυπνες | τα | πανέξυπνα |
| κλητική | πανέξυπνοι | πανέξυπνες | πανέξυπνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈne.ksi.pnos/
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
πανέξυπνος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.