τσίρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσίρος οι τσίροι
      γενική του τσίρου των τσίρων
    αιτιατική τον τσίρο τους τσίρους
     κλητική τσίρε τσίροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσίρος < μεσαιωνική ελληνική τσίρος < ελληνιστική κοινή κηρίς / κιρρίς

Ουσιαστικό

τσίρος αρσενικό

  1. (ψάρι, τρόφιμο) το αδυνατισμένο σκουμπρί που αλιεύεται την άνοιξη· αφήνεται συνήθως στον ήλιο να λιαστεί ή να αποξηρανθεί
     συνώνυμα: σκουμπρί
  2. (μεταφορικά) ο αδύνατος άνθρωπος
     συνώνυμα: ισχνός, κάτισχνος, λεπτός, λιπόσαρκος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.