κηρίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κηρίς αἱ κηρίδες
      γενική τῆς κηρίδος τῶν κηρίδων
      δοτική τῇ κηρίδ ταῖς κηρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κηρίδ τὰς κηρίδᾰς
     κλητική ! κηρίς* κηρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κηρίδε
γεν-δοτ τοῖν  κηρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κηρίς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κηρίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • (ιχθυολογία) άλλη μορφή του κιρρίς
    (Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές, 8, 355d) (Αλέξανδρος Τραλλιανός, 7, 1, 8, 2)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.