κιρρίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κιρρίς | αἱ | κιρρίδες | ||||
| γενική | τῆς | κιρρίδος | τῶν | κιρρίδων | ||||
| δοτική | τῇ | κιρρίδῐ | ταῖς | κιρρίσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | κιρρίδᾰ | τὰς | κιρρίδᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | κιρρίς* | κιρρίδες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κιρρίδε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | κιρρίδοιν | ||||||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κιρρίς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κιρρίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (ιχθυολογία) είδος θαλασσινού ψαριού
- άλλες μορφές: κηρίς
Πηγές
- κιρρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.