τσίρκο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσίρκο τα τσίρκα
      γενική του τσίρκου των τσίρκων
    αιτιατική το τσίρκο τα τσίρκα
     κλητική τσίρκο τσίρκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσίρκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική circo < λατινική circus < αρχαία ελληνική κίρκος (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sker- ‎(κάμπτω, γυρίζω)
Περιφραγμένο τσίρκο.

Ουσιαστικό

τσίρκο ουδέτερο

  1. περιοδεύων θίασος με ακροβάτες, ταχυδακτυλουργούς, κλόουν, εκπαιδευμένα ζώα κ.ά. που δίνει παραστάσεις για το κοινό
  2. η παράσταση που δίνει ο παραπάνω θίασος και το θέαμα που προσφέρει
  3. ο χώρος (συνήθως σε μια κυκλική σκηνή) όπου δίνονται οι παραπάνω παραστάσεις

  • τσίρκος

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.