ταχυδακτυλουργός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ταχυδακτυλουργός | οι | ταχυδακτυλουργοί |
| γενική | του | ταχυδακτυλουργού | των | ταχυδακτυλουργών |
| αιτιατική | τον | ταχυδακτυλουργό | τους | ταχυδακτυλουργούς |
| κλητική | ταχυδακτυλουργέ | ταχυδακτυλουργοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταχυδακτυλουργός < ταχυ- + δάκτυλ(ο) + -ουργός (< αρχαία ελληνική -ουργός < ἔργον) και μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prestidigitateur[1]

Ταχυδακτυλουργός με τράπουλα στα χέρια.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.çi.ða.kti.luɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐χυ‐δα‐κτυ‐λουρ‐γός
Ουσιαστικό
ταχυδακτυλουργός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που με επιδέξιες κινήσεις των δακτύλων μετακινεί, εξαφανίζει ή εμφανίζει αντικείμενα ή έμψυχα όντα
- (μεταφορικά) που εξαπατά τους άλλους με δόλους ή τεχνάσματα
Συγγενικά
- ταχυδακτυλουργία
- ταχυδακτυλουργικά
- ταχυδακτυλουργικός
- ταχυδακτυλουργικώς
- ταχυδακτυλουργώ
- → δείτε τις λέξεις ταχύς, δάκτυλο και έργο
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ταχυδακτυλουργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.