κλόουν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κλόουν < (λόγιο δάνειο) αγγλική clown
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkloun/
Ουσιαστικό

Κλόουν
κλόουν αρσενικό άκλιτο
- (επάγγελμα) γελωτοποιός, κωμικός διασκεδαστής με χαρακτηριστική εμφάνιση που οφείλεται στο μέικ -απ, τις πολύχρωμες περούκες και τα περίεργα ρούχα τα οποία φορά
-
κλόουν στη Βικιπαίδεια

Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κλόουν
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.