άσυλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άσυλο | τα | άσυλα |
| γενική | του | ασύλου & άσυλου |
των | ασύλων |
| αιτιατική | το | άσυλο | τα | άσυλα |
| κλητική | άσυλο | άσυλα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άσυλο < αρχαία ελληνική ἄσυλον < ἀ- στερητικό + συλάω-ῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.si.lo/
Ουσιαστικό
άσυλο ουδέτερο
- χώρος ιερός που δεν μπορεί να παραβιαστεί
- ο ναός της Αθηνάς αποτελούσε απαραβίαστο άσυλο
- (συνεκδοχικά) οποιοσδήποτε χώρος που χαίρει κάποιας προστασίας απέναντι στην πολιτεία
- οικογενειακό άσυλο
- πανεπιστημιακό άσυλο
- καταφύγιο για κάποιον που διώκεται
- (κατ' επέκταση) κατάλυμα, χώρος όπου κάποιος βρίσκει προστασία
- βρίσκω άσυλο, ζητώ άσυλο
- δίνω άσυλο, χορηγώ άσυλο
- πολιτικό άσυλο
- ίδρυμα περίθαλψης και προστασίας
- το άσυλο του παιδιού
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.