drill

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

drill (en)

  1. το τρυπάνι
  2. η εκπαίδευση σε κάτι μέσω της επαναλαμβανόμενης πρακτικής εξάσκησης
    • η στρατιωτική εκπαίδευση, πχ στη χρήση όπλων
    • η άσκηση ετοιμότητας, πχ για την περίπτωση πυρκαγιάς

Ρήμα

drill (en)

  1. τρυπώ, κάνω τρύπα με τρυπάνι
  2. εκπαιδεύω κάποιον σε κάτι μέσω της επαναλαμβανόμενης πρακτικής εξάσκησης
    • εκπαιδεύω στρατιώτες, πχ στη χρήση όπλων

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.