drill
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
drill
(en)
το
τρυπάνι
η εκπαίδευση σε κάτι μέσω της επαναλαμβανόμενης πρακτικής εξάσκησης
η στρατιωτική εκπαίδευση, πχ στη χρήση όπλων
η
άσκηση
ετοιμότητας, πχ για την περίπτωση πυρκαγιάς
Ρήμα
drill
(en)
τρυπώ
, κάνω τρύπα με τρυπάνι
κάνω
γεώτρηση
εκπαιδεύω
κάποιον σε κάτι μέσω της επαναλαμβανόμενης πρακτικής εξάσκησης
εκπαιδεύω στρατιώτες, πχ στη χρήση όπλων
Συγγενικά
drill instructor
drill sergeant
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.