τρύπανον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | τρύπανον | τὰ | τρύπανᾰ |
| γενική | τοῦ | τρυπάνου | τῶν | τρυπάνων |
| δοτική | τῷ | τρυπάνῳ | τοῖς | τρυπάνοις |
| αιτιατική | τὸ | τρύπανον | τὰ | τρύπανᾰ |
| κλητική ὦ! | τρύπανον | τρύπανᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τρυπάνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τρυπάνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρύπανον < τρυπῶ / τρυπ(άω) + -ανον [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: τρύπανο
Παράγωγα
- κεφαλοτρύπανον
- σιδηροτρύπανον
- τρυπάνη
- τρυπανία
- τρυπανικός
- τρυπάνιον (υποκοριστικό)
- τρυπανισμός
- τρυπανίζω
- τρυπανοειδής
- τρυπανοῦχος
- τρυπανώδης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τρυπάω
Αναφορές
- s.v. τρυπάνι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- τρύπανον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρύπανον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.