τρυπανίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρυπανίζω (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τρυπανίζω.[1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε τρυπάν(ι) + -ίζω. Δείτε και τη γαλλική trépaner και με ιατρική σημασία.[3]
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾi.paˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρυ‐πα‐νί‐ζω
Ρήμα
τρυπανίζω, αόρ.: τρυπάνισα, παθ.φωνή: τρυπανίζομαι, π.αόρ.: τρυπανίστηκα, μτχ.π.π.: τρυπανισμένος[4]
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τρυπανίζω | τρυπάνιζα | θα τρυπανίζω | να τρυπανίζω | τρυπανίζοντας | |
| β' ενικ. | τρυπανίζεις | τρυπάνιζες | θα τρυπανίζεις | να τρυπανίζεις | τρυπάνιζε | |
| γ' ενικ. | τρυπανίζει | τρυπάνιζε | θα τρυπανίζει | να τρυπανίζει | ||
| α' πληθ. | τρυπανίζουμε | τρυπανίζαμε | θα τρυπανίζουμε | να τρυπανίζουμε | ||
| β' πληθ. | τρυπανίζετε | τρυπανίζατε | θα τρυπανίζετε | να τρυπανίζετε | τρυπανίζετε | |
| γ' πληθ. | τρυπανίζουν(ε) | τρυπάνιζαν τρυπανίζαν(ε) |
θα τρυπανίζουν(ε) | να τρυπανίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τρυπάνισα | θα τρυπανίσω | να τρυπανίσω | τρυπανίσει | ||
| β' ενικ. | τρυπάνισες | θα τρυπανίσεις | να τρυπανίσεις | τρυπάνισε | ||
| γ' ενικ. | τρυπάνισε | θα τρυπανίσει | να τρυπανίσει | |||
| α' πληθ. | τρυπανίσαμε | θα τρυπανίσουμε | να τρυπανίσουμε | |||
| β' πληθ. | τρυπανίσατε | θα τρυπανίσετε | να τρυπανίσετε | τρυπανίστε | ||
| γ' πληθ. | τρυπάνισαν τρυπανίσαν(ε) |
θα τρυπανίσουν(ε) | να τρυπανίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τρυπανίσει | είχα τρυπανίσει | θα έχω τρυπανίσει | να έχω τρυπανίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τρυπανίσει | είχες τρυπανίσει | θα έχεις τρυπανίσει | να έχεις τρυπανίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τρυπανίσει | είχε τρυπανίσει | θα έχει τρυπανίσει | να έχει τρυπανίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τρυπανίσει | είχαμε τρυπανίσει | θα έχουμε τρυπανίσει | να έχουμε τρυπανίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τρυπανίσει | είχατε τρυπανίσει | θα έχετε τρυπανίσει | να έχετε τρυπανίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τρυπανίσει | είχαν τρυπανίσει | θα έχουν τρυπανίσει | να έχουν τρυπανίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τρυπανίζομαι | τρυπανιζόμουν(α) | θα τρυπανίζομαι | να τρυπανίζομαι | ||
| β' ενικ. | τρυπανίζεσαι | τρυπανιζόσουν(α) | θα τρυπανίζεσαι | να τρυπανίζεσαι | παρακΒ=1 | |
| γ' ενικ. | τρυπανίζεται | τρυπανιζόταν(ε) | θα τρυπανίζεται | να τρυπανίζεται | ||
| α' πληθ. | τρυπανιζόμαστε | τρυπανιζόμαστε τρυπανιζόμασταν |
θα τρυπανιζόμαστε | να τρυπανιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | τρυπανίζεστε | τρυπανιζόσαστε τρυπανιζόσασταν |
θα τρυπανίζεστε | να τρυπανίζεστε | (τρυπανίζεστε) | |
| γ' πληθ. | τρυπανίζονται | τρυπανίζονταν τρυπανιζόντουσαν |
θα τρυπανίζονται | να τρυπανίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τρυπανίστηκα | θα τρυπανιστώ | να τρυπανιστώ | τρυπανιστεί | ||
| β' ενικ. | τρυπανίστηκες | θα τρυπανιστείς | να τρυπανιστείς | τρυπανίσου | ||
| γ' ενικ. | τρυπανίστηκε | θα τρυπανιστεί | να τρυπανιστεί | |||
| α' πληθ. | τρυπανιστήκαμε | θα τρυπανιστούμε | να τρυπανιστούμε | |||
| β' πληθ. | τρυπανιστήκατε | θα τρυπανιστείτε | να τρυπανιστείτε | τρυπανιστείτε | ||
| γ' πληθ. | τρυπανίστηκαν τρυπανιστήκαν(ε) |
θα τρυπανιστούν(ε) | να τρυπανιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω τρυπανιστεί | είχα τρυπανιστεί | θα έχω τρυπανιστεί | να έχω τρυπανιστεί | τρυπανισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις τρυπανιστεί | είχες τρυπανιστεί | θα έχεις τρυπανιστεί | να έχεις τρυπανιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει τρυπανιστεί | είχε τρυπανιστεί | θα έχει τρυπανιστεί | να έχει τρυπανιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε τρυπανιστεί | είχαμε τρυπανιστεί | θα έχουμε τρυπανιστεί | να έχουμε τρυπανιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε τρυπανιστεί | είχατε τρυπανιστεί | θα έχετε τρυπανιστεί | να έχετε τρυπανιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν τρυπανιστεί | είχαν τρυπανιστεί | θα έχουν τρυπανιστεί | να έχουν τρυπανιστεί | ||
Αναφορές
- s.v. τρυπάνι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- τρυπανίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- «Trépaner» στο Ηπίτης, Αντώνιος (1912) Γαλλοελληνικόν λεξικόν, τόμ. Β΄, Αθήνα: Τυπογραφείο Π.Α. Πετράκου, 1912), σ. 1248
- τρυπανίζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τρυπανίζω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τρύπαν(ον) + -ίζω
Ρήμα
τρυπανίζω (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
- τρυπανίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.