τρυπανίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρυπανίζω (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τρυπανίζω.[1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε τρυπάν(ι) + -ίζω. Δείτε και τη γαλλική trépaner και με ιατρική σημασία.[3]

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾi.paˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρυπανίζω

Ρήμα

τρυπανίζω, αόρ.: τρυπάνισα, παθ.φωνή: τρυπανίζομαι, π.αόρ.: τρυπανίστηκα, μτχ.π.π.: τρυπανισμένος[4]

  1. ανοίγω τρύπα, τρυπάω με τρυπάνι
  2. ανοίγω σήραγγα ή στοά χρησιμοποιώντας τρυπάνι

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις τρυπάνι και τρυπάω

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. s.v. τρυπάνι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. τρυπανίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. «Trépaner» στο Ηπίτης, Αντώνιος (1912) Γαλλοελληνικόν λεξικόν, τόμ. Β΄, Αθήνα: Τυπογραφείο Π.Α. Πετράκου, 1912), σ. 1248
  4. τρυπανίζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τρυπανίζω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τρύπαν(ον) + -ίζω

Ρήμα

τρυπανίζω (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.